preparation

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
preparation preparations

Ετυμολογία

preparation < prepare + -ation

Ουσιαστικό

preparation (en)

  1. (μη μετρήσιμο) ετοιμάζω, η ενέργεια ή η διαδικασία του να προετοιμαστώ για κάτι ή να προετοιμάζω κάτι
    The food is in preparation.
    Το φαγητό ετοιμάζεται.
  2. (μετρήσιμο, συνήθως πληθυντικός) η προετοιμασία, η ετοιμασία, ετοιμάζω, τα πράγματα που κάνω για να ετοιμαστώ για κάτι ή να ετοιμάσω κάτι
    They are making preparations for war.
    Κάνουν προετοιμασίες/Ετοιμάζονται για πόλεμο.
    I made preparations for the trip.
    Έκανα ετοιμασίες για το ταξίδι.
     συνώνυμα: arrangement

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.