ψυχαναγκαστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ψυχαναγκαστικός | η | ψυχαναγκαστική | το | ψυχαναγκαστικό |
| γενική | του | ψυχαναγκαστικού | της | ψυχαναγκαστικής | του | ψυχαναγκαστικού |
| αιτιατική | τον | ψυχαναγκαστικό | την | ψυχαναγκαστική | το | ψυχαναγκαστικό |
| κλητική | ψυχαναγκαστικέ | ψυχαναγκαστική | ψυχαναγκαστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ψυχαναγκαστικοί | οι | ψυχαναγκαστικές | τα | ψυχαναγκαστικά |
| γενική | των | ψυχαναγκαστικών | των | ψυχαναγκαστικών | των | ψυχαναγκαστικών |
| αιτιατική | τους | ψυχαναγκαστικούς | τις | ψυχαναγκαστικές | τα | ψυχαναγκαστικά |
| κλητική | ψυχαναγκαστικοί | ψυχαναγκαστικές | ψυχαναγκαστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ψυχαναγκαστικός < → λείπει η ετυμολογία
Μεταφράσεις
ψυχαναγκαστικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.