ιβηρικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ιβηρικός | η | ιβηρική | το | ιβηρικό |
| γενική | του | ιβηρικού | της | ιβηρικής | του | ιβηρικού |
| αιτιατική | τον | ιβηρικό | την | ιβηρική | το | ιβηρικό |
| κλητική | ιβηρικέ | ιβηρική | ιβηρικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ιβηρικοί | οι | ιβηρικές | τα | ιβηρικά |
| γενική | των | ιβηρικών | των | ιβηρικών | των | ιβηρικών |
| αιτιατική | τους | ιβηρικούς | τις | ιβηρικές | τα | ιβηρικά |
| κλητική | ιβηρικοί | ιβηρικές | ιβηρικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ιβηρικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή Ἰβηρικός[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.vi.ɾiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐βη‐ρι‐κός
Αναφορές
- ιβηρικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.