ιαπωνικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ιαπωνικός | η | ιαπωνική | το | ιαπωνικό |
| γενική | του | ιαπωνικού | της | ιαπωνικής | του | ιαπωνικού |
| αιτιατική | τον | ιαπωνικό | την | ιαπωνική | το | ιαπωνικό |
| κλητική | ιαπωνικέ | ιαπωνική | ιαπωνικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ιαπωνικοί | οι | ιαπωνικές | τα | ιαπωνικά |
| γενική | των | ιαπωνικών | των | ιαπωνικών | των | ιαπωνικών |
| αιτιατική | τους | ιαπωνικούς | τις | ιαπωνικές | τα | ιαπωνικά |
| κλητική | ιαπωνικοί | ιαπωνικές | ιαπωνικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
ιαπωνικός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.