ιακωβίνος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ιακωβίνος οι ιακωβίνοι
      γενική του ιακωβίνου των ιακωβίνων
    αιτιατική τον ιακωβίνο τους ιακωβίνους
     κλητική ιακωβίνε ιακωβίνοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ιακωβίνος < γαλλική jacobin

Ουσιαστικό

ιακωβίνος αρσενικό

  • γιακωβίνος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.