ιακωβίνος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ιακωβίνος | οι | ιακωβίνοι |
| γενική | του | ιακωβίνου | των | ιακωβίνων |
| αιτιατική | τον | ιακωβίνο | τους | ιακωβίνους |
| κλητική | ιακωβίνε | ιακωβίνοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ιακωβίνος αρσενικό
- (ιστορία) μέλος επαναστατικής πολιτικής ομάδας που είχε εγκατασταθεί στο Παρίσι σε ένα παλιό μοναστήρι των Ιακωβίνων
- γιακωβίνος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.