jacobin
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ʒa.kɔ.bɛ̃/
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| jacobin | jacobins |
jacobin (fr) αρσενικό
- (παρωχημένο) δομινικανός μοναχός
- Ιακωβίνος
- φανατικός δημοκράτης, οπαδός ενός ισχυρού κράτους
Επίθετο
| γένος | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| αρσενικό | jacobin | jacobins |
| θηλυκό | jacobine | jacobines |
jacobin (fr) αρσενικό
- ιακωβινιστικός
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.