θωρώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

θωρώ < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική θωρῶ < θιωρῶ < αρχαία ελληνική θεωρῶ, συνηρημένος τύπος του θεωρέω[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /θoˈɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θωρώ

Ρήμα

θωρώ/θωράω, πρτ.: θωρούσα, παθ.φωνή: θωριέμαι/θωρούμαι, μόνο σε ενεστώτα, παρατατικό ελλειπτικό ρήμα

Συγγενικά

 ετυμολογικό πεδίο 
θωρ- 

(κυρίως λογοτεχνικά)

και

  • αγριοθώρημα
  • αθώρετος
  • αθώρητα (επίρρημα)
  • αθώρητος
  • άθωρος
  • ακριβοθώρητος, ακριβοθώρετος
  • αλλαξοθωριάζω
  • αλλαξοθωρίζω
  • αλλήθωρος, αλληθώρης, αλληθώρικος & συγγενικά
  • αλληθωρώ
  • αντιθωράω, αντιθωρώ
  • αντιθωριά
  • αντίθωρος
  • αντροθωριά
  • απόθωρος
  • αυθωρεί
  • αφροθώρα
  • αψηλόθωρος, ψηλόθωρος
  • γλυκοθώρατος, γλυκοθώρωτος
  • γλυκοθωράω / γλυκοθωρώ, γλυκοθωριέμαι
  • γλυκοθώρημα
  • θωρητός
  • θώρι
  • θωριά
  • θωριάζω
  • θωριαστός
  • θωρώντα (μετοχή)
  • κακοθωριά
  • καλοθωριά
  • καλόθωρος
  • καλοθωρούμενος
  • καλοθωρώ
  • κοντόθωρα
  • κρινοθωριά
  • κρινόθωρος
  • μαυροθωρίζω
  • μικροθωριάζω
  • νεροθωριά
  • ξέθωρα
  • ξεθωριάζω
  • ξέθωρο
  • ξέθωρος
  • οξώθωρο
  • ουρανόθωρος, ουρανοθωρούσα
  • πολυθωριάζω
  • πρωτόθωρα
  • στραβοθωρώ, στραβοθωριέμαι
  • φλογοθωριά
  • φλογόθωρος
  • χαμηλοθώρης, χαμηλοθώρα, χαμηλοθωρούσα
  • χαμηλοθωρώ
  • χαμόθωρος
  • χαμοθωρώ
  • χρυσοθωριά
  • ψευτοθώρης
  • ψηλοθωρώ

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.