χαμηλοθωρούσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χαμηλοθωρούσα οι χαμηλοθωρούσες
      γενική της χαμηλοθωρούσας
    αιτιατική τη χαμηλοθωρούσα τις χαμηλοθωρούσες
     κλητική χαμηλοθωρούσα χαμηλοθωρούσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χαμηλοθωρούσα < χαμηλοθώρ(ης) + -ούσα

Προφορά

ΔΦΑ : /xa.mi.lo.θoˈɾu.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χαμηλοθωρούσα

Ουσιαστικό

χαμηλοθωρούσα θηλυκό

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε χαμηλοθώρης

Πηγές

  • «χαμηλοθώρης» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.