ξέθωρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ξέθωρος | η | ξέθωρη | το | ξέθωρο |
| γενική | του | ξέθωρου | της | ξέθωρης | του | ξέθωρου |
| αιτιατική | τον | ξέθωρο | την | ξέθωρη | το | ξέθωρο |
| κλητική | ξέθωρε | ξέθωρη | ξέθωρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ξέθωροι | οι | ξέθωρες | τα | ξέθωρα |
| γενική | των | ξέθωρων | των | ξέθωρων | των | ξέθωρων |
| αιτιατική | τους | ξέθωρους | τις | ξέθωρες | τα | ξέθωρα |
| κλητική | ξέθωροι | ξέθωρες | ξέθωρα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ξέθωρος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
ξέθωρος, -η, -ο
- που έχει χάσει την ένταση του χρώματός του, του οποίου τα χρώματα δεν είναι τόσο έντονα όσο ήταν στο παρελθόν
- ξεθωριασμένα ρούχα, ξεθωριασμένη φωτογραφία
Συγγενικά
Μεταφράσεις
ξέθωρος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.