θωμισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο θωμισμός οι θωμισμοί
      γενική του θωμισμού των θωμισμών
    αιτιατική τον θωμισμό τους θωμισμούς
     κλητική θωμισμέ θωμισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θωμισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο γαλλική thomisme < λατινική Thomas: Thomas Aquinas (Θωμάς Ακινάτης) < αρχαία ελληνική Θωμᾶς + -ισμός [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /θo.miˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θωμισμός

Ουσιαστικό

θωμισμός αρσενικό

  • (φιλοσοφία, θρησκεία) οι φιλοσοφικές και θεολογικές πεποιθήσεις του Θωμά Ακινάτη

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.