religious
Αγγλικά (en)
| παραθετικά | |
| θετικός | religious |
| συγκριτικός | more religious |
| υπερθετικός | most religious |
Επίθετο
religious (en)
- (μόνο πριν από το ουσιαστικό) θρησκευτικός, σχετικά με τη θρησκεία ή με μια συγκεκριμένη θρησκεία
- ↪ religious rules - θρησκευτικές κανόνες
- θρησκευόμενος, θρήσκος, για άτομο που πιστεύει ακράδαντα σε μια συγκεκριμένη θρησκεία και υπακούει στους κανόνες και στα έθιμα της
- (ανεπίσημο) σχολαστικός, επίμονος
- ↪ He is religious about his skincare routine.
- Είναι επίμονος σχετικά με την ρουτίνα περιποίησης δέρματος του.
- ↪ He is religious about his skincare routine.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.