θραύσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

θραύσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος θραύω
  2. θα θραύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος θραύω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

θραύσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του θραύση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.