θρασύδειλο

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

θρασύδειλο

  1. αιτιατική ενικού του θρασύδειλος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του θρασύδειλος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.