θνησιμότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | θνησιμότητα | οι | θνησιμότητες |
| γενική | της | θνησιμότητας | των | θνησιμοτήτων |
| αιτιατική | τη | θνησιμότητα | τις | θνησιμότητες |
| κλητική | θνησιμότητα | θνησιμότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- θνησιμότητα < θνήσιμος + -ότητα, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική mortalité
Ουσιαστικό
θνησιμότητα θηλυκό
- (στατιστική) η αναλογία των θανάτων προς το σύνολο ενός πληθυσμού
- η παιδική θνησιμότητα είναι πολύ μεγάλη στις χώρες του αναπτυσσόμενου κόσμου
- ≠ αντώνυμα: γεννητικότητα
- ο αριθμός που δείχνει πόσοι θάνατοι από την ίδια αιτία συνέβησαν σε συγκεκριμένη χρονική περίοδο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.