θηριοδαμαστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | θηριοδαμαστής | οι | θηριοδαμαστές |
| γενική | του | θηριοδαμαστή | των | θηριοδαμαστών |
| αιτιατική | τον | θηριοδαμαστή | τους | θηριοδαμαστές |
| κλητική | θηριοδαμαστή | θηριοδαμαστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /θi.ɾi.o.ða.maˈstis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θη‐ρι‐ο‐δα‐μα‐στής
Ουσιαστικό
θηριοδαμαστής αρσενικό (θηλυκό θηριοδαμάστρια)
Συγγενικά
- θηριοδαμάστρια
- θηριοδαμαστικός
- → δείτε τις λέξεις θηρίο και δαμάζω
Αναφορές
- σελ. 474, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
- θηριοδαμαστής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- θηριοδαμαστής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.