féroce
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
féroce < λατινική ferox
Προφορά
- ΔΦΑ : /fe.ʁɔs/
- ⓘ
Επίθετο
| ενικός | πληθυντικός |
| féroce | féroces |
féroce (fr)
- άγριος, λυσσαλέος, μανιασμένος
- λυσσαλέος, μανιασμένος, γεμάτος άγρια αποφασιστικότητα
- άγριος (απειλητικός)
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.