féroce

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

féroce < λατινική ferox

Προφορά

ΔΦΑ : /fe.ʁɔs/
 

Επίθετο

      ενικός         πληθυντικός  
féroce féroces

féroce (fr)

  1. άγριος, λυσσαλέος, μανιασμένος
  2. λυσσαλέος, μανιασμένος, γεμάτος άγρια αποφασιστικότητα
  3. άγριος (απειλητικός)

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.