θηριοδαμάστρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | θηριοδαμάστρια | οι | θηριοδαμάστριες |
| γενική | της | θηριοδαμάστριας | των | θηριοδαμαστριών |
| αιτιατική | τη | θηριοδαμάστρια | τις | θηριοδαμάστριες |
| κλητική | θηριοδαμάστρια | θηριοδαμάστριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- θηριοδαμάστρια < θηριοδαμσ(τής) + -τρια, ήδη το 1895 [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /θi.ɾi.o.ðaˈma.stɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θη‐ρι‐ο‐δα‐μά‐στρι‐α
Μεταφράσεις
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε θηριοδαμαστής
Αναφορές
- σελ. 474, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.