δαμαστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δαμαστής οι δαμαστές
      γενική του δαμαστή των δαμαστών
    αιτιατική τον δαμαστή τους δαμαστές
     κλητική δαμαστή δαμαστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δαμαστής < δαμάζω + -τής

Ουσιαστικό

δαμαστής αρσενικό

  • (επάγγελμα) αυτός που δαμάζει κάποιον ή κάτι

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.