θηλύκωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το θηλύκωμα τα θηλυκώματα
      γενική του θηλυκώματος των θηλυκωμάτων
    αιτιατική το θηλύκωμα τα θηλυκώματα
     κλητική θηλύκωμα θηλυκώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θηλύκωμα < θηλυκώνω + -μα < μεσαιωνική ελληνική θηλυκώνω < θηλύκι < θηλύκιον, υποκοριστικό του αρχαία ελληνική θηλυκός < θήλυς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dʰeh₁- (θηλάζω, εκμυζώ, ρουφώ)

Ουσιαστικό

θηλύκωμα ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.