θηλύκι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | θηλύκι | τα | θηλύκια |
| γενική | του | θηλυκιού | των | θηλυκιών |
| αιτιατική | το | θηλύκι | τα | θηλύκια |
| κλητική | θηλύκι | θηλύκια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- θηλύκι < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
θηλύκι ουδέτερο
- κουμπί
- κουμπότρυπα, καθώς και συγκεκριμένο είδος κουμπότρυπας σε σχήμα θηλιάς
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.