εκμυζώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εκμυζώ < αρχαία ελληνική ἐκμυζάω / ἐκμυζέω / ἐκμυζῶ < μυζάω / μυζέω / μυζῶ
Ρήμα
εκμυζώ
- πιπιλίζω, βυζαίνω, απορροφώ
- (μεταφορικά) παίρνω κάτι πολύτιμο, αποσπώ πιέζοντας ή εκβιάζοντας
- (μεταφορικά) εξαντλώ
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.