εκμυζώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εκμυζώ < αρχαία ελληνική ἐκμυζάω / ἐκμυζέω / ἐκμυζῶ < μυζάω / μυζέω / μυζῶ

Ρήμα

εκμυζώ

  1. πιπιλίζω, βυζαίνω, απορροφώ
  2. (μεταφορικά) παίρνω κάτι πολύτιμο, αποσπώ πιέζοντας ή εκβιάζοντας
  3. (μεταφορικά) εξαντλώ

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.