θηλαίος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | θηλαίος | η | θηλαία | το | θηλαίο |
| γενική | του | θηλαίου | της | θηλαίας | του | θηλαίου |
| αιτιατική | τον | θηλαίο | τη | θηλαία | το | θηλαίο |
| κλητική | θηλαίε | θηλαία | θηλαίο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | θηλαίοι | οι | θηλαίες | τα | θηλαία |
| γενική | των | θηλαίων | των | θηλαίων | των | θηλαίων |
| αιτιατική | τους | θηλαίους | τις | θηλαίες | τα | θηλαία |
| κλητική | θηλαίοι | θηλαίες | θηλαία | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- θηλαίος < ελληνιστική κοινή θηλαῖος[1] < αρχαία ελληνική θηλή ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική thélial[1] [2])
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη θηλή
Μεταφράσεις
- θηλαίος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- θηλαίος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.