θεότρελος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | θεότρελος | η | θεότρελη | το | θεότρελο |
| γενική | του | θεότρελου | της | θεότρελης | του | θεότρελου |
| αιτιατική | τον | θεότρελο | τη | θεότρελη | το | θεότρελο |
| κλητική | θεότρελε | θεότρελη | θεότρελο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | θεότρελοι | οι | θεότρελες | τα | θεότρελα |
| γενική | των | θεότρελων | των | θεότρελων | των | θεότρελων |
| αιτιατική | τους | θεότρελους | τις | θεότρελες | τα | θεότρελα |
| κλητική | θεότρελοι | θεότρελες | θεότρελα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /θeˈo.tɾe.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θε‐ό‐τρε‐λος
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
θεότρελος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.