θεόμουρλος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θεόμουρλος η θεόμουρλη το θεόμουρλο
      γενική του θεόμουρλου της θεόμουρλης του θεόμουρλου
    αιτιατική τον θεόμουρλο τη θεόμουρλη το θεόμουρλο
     κλητική θεόμουρλε θεόμουρλη θεόμουρλο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θεόμουρλοι οι θεόμουρλες τα θεόμουρλα
      γενική των θεόμουρλων των θεόμουρλων των θεόμουρλων
    αιτιατική τους θεόμουρλους τις θεόμουρλες τα θεόμουρλα
     κλητική θεόμουρλοι θεόμουρλες θεόμουρλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

θεόμουρλος < θεό- + μουρλός

Προφορά

ΔΦΑ : /θeˈo.muɾ.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θεόμουρλος

Επίθετο

θεόμουρλος, -η, -ο (χωρίς παραθετικά)

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.