foster

Αγγλικά (en)

Επίθετο

foster (en)

  1. θετός, που προσφέρει γονική φροντίδα σε θετό παιδί
    foster father - θετός πατέρας
  2. θετός, που δέχεται τέτοιου είδους φροντίδα
    foster son - θετός γιος

Ρήμα

foster (en)

  1. ανατρέφω ένα παιδί, φυσικό ή θετό
  2. τρέφω (πχ ενδιαφέρον), καλλιεργώ κάτι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.