θερμοδυναμική

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θερμοδυναμική οι θερμοδυναμικές
      γενική της θερμοδυναμικής των θερμοδυναμικών
    αιτιατική τη θερμοδυναμική τις θερμοδυναμικές
     κλητική θερμοδυναμική θερμοδυναμικές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θερμοδυναμική < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική thermodynamique


Προφορά

ΔΦΑ : /θeɾ.mo.ði.na.miˈci/


Ουσιαστικό

θερμοδυναμική θηλυκό


Μεταφράσεις


Κλιτικός τύπος επιθέτου

θερμοδυναμική

Ομώνυμα / Ομόηχα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.