θερμοδυναμική
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | θερμοδυναμική | οι | θερμοδυναμικές |
| γενική | της | θερμοδυναμικής | των | θερμοδυναμικών |
| αιτιατική | τη | θερμοδυναμική | τις | θερμοδυναμικές |
| κλητική | θερμοδυναμική | θερμοδυναμικές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
θερμοδυναμική θηλυκό
Μεταφράσεις
θερμοδυναμική
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
θερμοδυναμική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του θερμοδυναμικός
Ομώνυμα / Ομόηχα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.