ενεργειακός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ενεργειακός η ενεργειακή το ενεργειακό
      γενική του ενεργειακού της ενεργειακής του ενεργειακού
    αιτιατική τον ενεργειακό την ενεργειακή το ενεργειακό
     κλητική ενεργειακέ ενεργειακή ενεργειακό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ενεργειακοί οι ενεργειακές τα ενεργειακά
      γενική των ενεργειακών των ενεργειακών των ενεργειακών
    αιτιατική τους ενεργειακούς τις ενεργειακές τα ενεργειακά
     κλητική ενεργειακοί ενεργειακές ενεργειακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ενεργειακός < ενέργει(α) + -ακός

Επίθετο

ενεργειακός, -ή, -ό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.