θεοφρούρητος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | θεοφρούρητος | η | θεοφρούρητη | το | θεοφρούρητο |
| γενική | του | θεοφρούρητου | της | θεοφρούρητης | του | θεοφρούρητου |
| αιτιατική | τον | θεοφρούρητο | τη | θεοφρούρητη | το | θεοφρούρητο |
| κλητική | θεοφρούρητε | θεοφρούρητη | θεοφρούρητο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | θεοφρούρητοι | οι | θεοφρούρητες | τα | θεοφρούρητα |
| γενική | των | θεοφρούρητων | των | θεοφρούρητων | των | θεοφρούρητων |
| αιτιατική | τους | θεοφρούρητους | τις | θεοφρούρητες | τα | θεοφρούρητα |
| κλητική | θεοφρούρητοι | θεοφρούρητες | θεοφρούρητα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- θεοφρούρητος < μεσαιωνική ελληνική θεοφρούρητος
Προφορά
- ΔΦΑ : /θe.oˈfɾu.ɾi.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θε‐ο‐φρού‐ρη‐τος
Επίθετο
θεοφρούρητος, -η, -ο
- (Βυζάντιο) που φυλάσσεται από τον Θεό, κυρίως για αυτοκράτορες ή το κράτος
Μεταφράσεις
θεοφρούρητος
|
|
Πηγές
- θεοφρούρητος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Πηγές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- θεοφρούρητος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- θεοφρούρητος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.