θέατρον

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

θέατρον < θεάομαι και ιωνικός τύπος θηέομαι

Ουσιαστικό

θέατρον ουδέτερο ( & ιωνικός τύπος θέητρον)

  1. ο χώρος που σου παρέχει κάτι ως θέαμα
  2. το σύνολο των θεατών
  3. το θέαμα (μεταγενέστερη έννοια)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.