θέατρον
Αρχαία ελληνικά
(grc)
Ετυμολογία
θέατρον
<
θεάομαι
και
ιωνικός τύπος
θηέομαι
Ουσιαστικό
θέατρον
ουδέτερο
( &
ιωνικός τύπος
θέητρον
)
ο
χώρος
που σου παρέχει κάτι ως θέαμα
το σύνολο των
θεατών
το
θέαμα
(μεταγενέστερη έννοια)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.