θαυματουργά
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
θαυματουργά
<
θαυματουργός
Επίρρημα
θαυματουργά
κατά τρόπο
θαυματουργός
Μεταφράσεις
θαυματουργά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
θαυματουργά
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
πληθυντικού
του
θαυματουργό
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.