παρήγορος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παρήγορος η παρήγορη το παρήγορο
      γενική του παρήγορου της παρήγορης του παρήγορου
    αιτιατική τον παρήγορο την παρήγορη το παρήγορο
     κλητική παρήγορε παρήγορη παρήγορο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παρήγοροι οι παρήγορες τα παρήγορα
      γενική των παρήγορων των παρήγορων των παρήγορων
    αιτιατική τους παρήγορους τις παρήγορες τα παρήγορα
     κλητική παρήγοροι παρήγορες παρήγορα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

παρήγορος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παρήγορος[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /paˈɾi.ɣo.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παρήγορος

Επίθετο

παρήγορος, -η, -ο

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.