παρήγορος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | παρήγορος | η | παρήγορη | το | παρήγορο |
| γενική | του | παρήγορου | της | παρήγορης | του | παρήγορου |
| αιτιατική | τον | παρήγορο | την | παρήγορη | το | παρήγορο |
| κλητική | παρήγορε | παρήγορη | παρήγορο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | παρήγοροι | οι | παρήγορες | τα | παρήγορα |
| γενική | των | παρήγορων | των | παρήγορων | των | παρήγορων |
| αιτιατική | τους | παρήγορους | τις | παρήγορες | τα | παρήγορα |
| κλητική | παρήγοροι | παρήγορες | παρήγορα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- παρήγορος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παρήγορος[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /paˈɾi.ɣo.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρή‐γο‐ρος
Μεταφράσεις
παρήγορος
|
|
Αναφορές
- παρήγορος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.