θήλωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το θήλωμα τα θηλώματα
      γενική του θηλώματος των θηλωμάτων
    αιτιατική το θήλωμα τα θηλώματα
     κλητική θήλωμα θηλώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θήλωμα < θηλή + -ωμα ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική papillome)

Ουσιαστικό

θήλωμα ουδέτερο

  • Papilloma στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.