ηχογραφημένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ηχογραφημένος η ηχογραφημένη το ηχογραφημένο
      γενική του ηχογραφημένου της ηχογραφημένης του ηχογραφημένου
    αιτιατική τον ηχογραφημένο την ηχογραφημένη το ηχογραφημένο
     κλητική ηχογραφημένε ηχογραφημένη ηχογραφημένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ηχογραφημένοι οι ηχογραφημένες τα ηχογραφημένα
      γενική των ηχογραφημένων των ηχογραφημένων των ηχογραφημένων
    αιτιατική τους ηχογραφημένους τις ηχογραφημένες τα ηχογραφημένα
     κλητική ηχογραφημένοι ηχογραφημένες ηχογραφημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ηχογραφημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ηχογραφώ

Μετοχή

ηχογραφημένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.