ηφαιστειογενής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ηφαιστειογενής η ηφαιστειογενής το ηφαιστειογενές
      γενική του ηφαιστειογενούς* της ηφαιστειογενούς του ηφαιστειογενούς
    αιτιατική τον ηφαιστειογενή την ηφαιστειογενή το ηφαιστειογενές
     κλητική ηφαιστειογενή(ς) ηφαιστειογενής ηφαιστειογενές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ηφαιστειογενείς οι ηφαιστειογενείς τα ηφαιστειογενή
      γενική των ηφαιστειογενών των ηφαιστειογενών των ηφαιστειογενών
    αιτιατική τους ηφαιστειογενείς τις ηφαιστειογενείς τα ηφαιστειογενή
     κλητική ηφαιστειογενείς ηφαιστειογενείς ηφαιστειογενή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ηφαιστειογενής < ηφαίστειο + -γενής (< γίγνομαι)

Επίθετο

ηφαιστειογενής, -ής, -ές

  1. που δημιουργήθηκε από τη δράση ενός ηφαιστείου
    ηφαιστειογενή πετρώματα

Συγγενικά

 δείτε τη λέξη  ηφαίστειο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.