ηττοπάθεια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ηττοπάθεια | οι | ηττοπάθειες |
| γενική | της | ηττοπάθειας | των | ηττοπαθειών |
| αιτιατική | την | ηττοπάθεια | τις | ηττοπάθειες |
| κλητική | ηττοπάθεια | ηττοπάθειες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ηττοπάθεια < ηττοπαθ(ής) + -εια, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική défaitisme[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.toˈpa.θi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ητ‐το‐πά‐θει‐α
Ουσιαστικό
ηττοπάθεια θηλυκό
- η ιδιότητα του ηττοπαθούς, αυτού που δέχεται την ήττα μοιρολατρικά αφού πιστεύει ότι είναι αναπόφευκτη ή ότι ο ίδιος δεν είναι ικανός να κάνει κάτι γι' αυτή
Μεταφράσεις
Αναφορές
- ηττοπάθεια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.