Ἡρακλῆς

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ἡρακλέης   > Ἡρακλῆς οἱ Ἡρακλέες   > Ἡρακλεῖς
      γενική τοῦ Ἡρακλέους   Ἡρακλέους τῶν Ἡρακλέων   Ἡρακλέων
      δοτική τῷ Ἡρακλέει    > Ἡρακλεῖ τοῖς Ἡρακλέεσ >
    αιτιατική τὸν Ἡρακλέ    Ἡρακλέα
  & σπανίως > Ἡρακλ
τοὺς Ἡρακλέᾱς   > Ἡρακλεῖς
     κλητική ! Ἡράκλεες   > Ἡράκλεις Ἡρακλέες   > Ἡρακλεῖς
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἡράκλεε   >
γεν-δοτ τοῖν  Ἡρακλέοιν >
3η κλίση, ομάδα 'Περικλέης Περικλῆς', Κατηγορία 'Περικλῆς' όπως «Περικλῆς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ἡρακλῆς < συνηρημένο του Ἡρακλέης < Ἤρα + -κλῆς (Ἤραν κλέος) «η δόξα της Ήρας»

Κύριο όνομα

Ἡρακλῆς αρσενικό

παράγωγα

εκφράσεις

  • λίθος Ἡρακλεία
  • βίη Ἡρακληείη
  • νόσος Ἡρακλείη
  • Ἡράκλεια λουτρά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.