ηνωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ηνωμένος | η | ηνωμένη | το | ηνωμένο |
| γενική | του | ηνωμένου | της | ηνωμένης | του | ηνωμένου |
| αιτιατική | τον | ηνωμένο | την | ηνωμένη | το | ηνωμένο |
| κλητική | ηνωμένε | ηνωμένη | ηνωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ηνωμένοι | οι | ηνωμένες | τα | ηνωμένα |
| γενική | των | ηνωμένων | των | ηνωμένων | των | ηνωμένων |
| αιτιατική | τους | ηνωμένους | τις | ηνωμένες | τα | ηνωμένα |
| κλητική | ηνωμένοι | ηνωμένες | ηνωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ηνωμένος < (καθαρεύουσα) < αρχαία ελληνική ἡνωμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ἑνόω / ἑνῶ (ενώνω)
Μετοχή
ηνωμένος, -η, -ο (καθαρεύουσα)
- (λόγιο, σε ονομασίες κρατών και οργανισμών) ενωμένος, μονοτονική γραφή του ἡνωμένος, -η, -ον
- Ηνωμένες Πολιτείες
Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών
Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα
- Ηνωμένες Πολιτείες
Μεταφράσεις
ηνωμένος
|
→ δείτε τη λέξη ενωμένος |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.