γης

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

γης < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

γης θηλυκό

  • (λαϊκότροπο) η γη

Εκφράσεις

  • όπου γης και πατρίς: κάθε τόπος μπορεί να γίνει η μόνιμη διαμονή σου και να νιώθεις εκεί τόσο καλά όσο και στην πατρίδα σου
  • γης Μαδιάμ: λέγεται για μεγάλη καταστροφή

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

γης θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.