ημικρανία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ημικρανία | οι | ημικρανίες |
| γενική | της | ημικρανίας | των | ημικρανιών |
| αιτιατική | την | ημικρανία | τις | ημικρανίες |
| κλητική | ημικρανία | ημικρανίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ημικρανία < ελληνιστική κοινή ἡμικρανία
Ουσιαστικό
ημικρανία θηλυκό
- (ιατρική) έντονος πονοκέφαλος, συνήθως εντοπισμένος στο μισό του κεφαλιού κοντά στον κρόταφο και συχνά συνοδευόμενος από ναυτία, ευαισθησία στο φως και διαταραχές της όρασης
Συγγενικά
- ημικρανικός
- → δείτε τις λέξεις ήμισυς και κρανίο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.