ημιδιαπερατός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ημιδιαπερατός η ημιδιαπερατή το ημιδιαπερατό
      γενική του ημιδιαπερατού της ημιδιαπερατής του ημιδιαπερατού
    αιτιατική τον ημιδιαπερατό την ημιδιαπερατή το ημιδιαπερατό
     κλητική ημιδιαπερατέ ημιδιαπερατή ημιδιαπερατό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ημιδιαπερατοί οι ημιδιαπερατές τα ημιδιαπερατά
      γενική των ημιδιαπερατών των ημιδιαπερατών των ημιδιαπερατών
    αιτιατική τους ημιδιαπερατούς τις ημιδιαπερατές τα ημιδιαπερατά
     κλητική ημιδιαπερατοί ημιδιαπερατές ημιδιαπερατά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ημιδιαπερατός < ημι- + διαπερατός

Επίθετο

ημιδιαπερατός, -ή, -ό

  • άλλη μορφή του ημιπερατός
    Η οδοντίνη όμως είναι σχετικά ημιδιαπερατός ιστός γιατί διασχίζεται από οδοντινοσωληνάρια που ξεκινούν από τον πολφό και φθάνουν μέχρι την ΑΟ ένωση. (*)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.