διαπερατός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διαπερατός | η | διαπερατή | το | διαπερατό |
| γενική | του | διαπερατού | της | διαπερατής | του | διαπερατού |
| αιτιατική | τον | διαπερατό | τη | διαπερατή | το | διαπερατό |
| κλητική | διαπερατέ | διαπερατή | διαπερατό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διαπερατοί | οι | διαπερατές | τα | διαπερατά |
| γενική | των | διαπερατών | των | διαπερατών | των | διαπερατών |
| αιτιατική | τους | διαπερατούς | τις | διαπερατές | τα | διαπερατά |
| κλητική | διαπερατοί | διαπερατές | διαπερατά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- διαπερατός < αρχαία ελληνική διαπεράω + -τός
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.