ημίωρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ημίωρο τα ημίωρα
      γενική του ημίωρου
& ημιώρου
των ημίωρων
& ημιώρων
    αιτιατική το ημίωρο τα ημίωρα
     κλητική ημίωρο ημίωρα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ημίωρο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ημίωρος (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική demi-heure[1])

Ουσιαστικό

ημίωρο ουδέτερο

Ταυτόσημο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.