ημίωρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ημίωρο | τα | ημίωρα |
| γενική | του | ημίωρου & ημιώρου |
των | ημίωρων & ημιώρων |
| αιτιατική | το | ημίωρο | τα | ημίωρα |
| κλητική | ημίωρο | ημίωρα | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ημίωρο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ημίωρος (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική demi-heure[1])
Ταυτόσημο
Μεταφράσεις
ημίωρο
|
- ημίωρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.