ημίωρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ημίωρος η ημίωρη το ημίωρο
      γενική του ημίωρου της ημίωρης του ημίωρου
    αιτιατική τον ημίωρο την ημίωρη το ημίωρο
     κλητική ημίωρε ημίωρη ημίωρο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ημίωροι οι ημίωρες τα ημίωρα
      γενική των ημίωρων των ημίωρων των ημίωρων
    αιτιατική τους ημίωρους τις ημίωρες τα ημίωρα
     κλητική ημίωροι ημίωρες ημίωρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ημίωρος < (ελληνιστική κοινή) ἡμίωρος < ἡμι- + ὥρα

Επίθετο

ημίωρος, -η, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.