ηλιόφιλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ηλιόφιλος | η | ηλιόφιλη | το | ηλιόφιλο |
| γενική | του | ηλιόφιλου | της | ηλιόφιλης | του | ηλιόφιλου |
| αιτιατική | τον | ηλιόφιλο | την | ηλιόφιλη | το | ηλιόφιλο |
| κλητική | ηλιόφιλε | ηλιόφιλη | ηλιόφιλο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ηλιόφιλοι | οι | ηλιόφιλες | τα | ηλιόφιλα |
| γενική | των | ηλιόφιλων | των | ηλιόφιλων | των | ηλιόφιλων |
| αιτιατική | τους | ηλιόφιλους | τις | ηλιόφιλες | τα | ηλιόφιλα |
| κλητική | ηλιόφιλοι | ηλιόφιλες | ηλιόφιλα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ηλιόφιλος < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική heliophilous < αρχαία ελληνική ἥλιος + φίλος
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.