ηλεκτροφόρηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ηλεκτροφόρηση | οι | ηλεκτροφορήσεις |
| γενική | της | ηλεκτροφόρησης | των | ηλεκτροφορήσεων |
| αιτιατική | την | ηλεκτροφόρηση | τις | ηλεκτροφορήσεις |
| κλητική | ηλεκτροφόρηση | ηλεκτροφορήσεις | ||
| Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
| Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ηλεκτροφόρηση < λόγιο ενδογενές δάνειο: electrophoresis < αρχαία ελληνική ἤλεκτρον + φέρω
Ουσιαστικό
ηλεκτροφόρηση θηλυκό
- (χημεία, βιοχημεία) μέθοδος διαχωρισμού σωματιδίων που φέρουν διαφορετικά ηλεκτρικά φορτία, που πραγματοποιείται σε ειδική συσκευή με κατάλληλο ρυθμιστικό διάλυμα
- ↪ Η ηλεκτροφόρηση είναι βασική μέθοδος διαχωρισμού αμινοξέων, πεπτιδίων, πρωτεϊνών κ.ά.
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.