ηλεκτρομηχανικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ηλεκτρομηχανικός η ηλεκτρομηχανική το ηλεκτρομηχανικό
      γενική του ηλεκτρομηχανικού της ηλεκτρομηχανικής του ηλεκτρομηχανικού
    αιτιατική τον ηλεκτρομηχανικό την ηλεκτρομηχανική το ηλεκτρομηχανικό
     κλητική ηλεκτρομηχανικέ ηλεκτρομηχανική ηλεκτρομηχανικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ηλεκτρομηχανικοί οι ηλεκτρομηχανικές τα ηλεκτρομηχανικά
      γενική των ηλεκτρομηχανικών των ηλεκτρομηχανικών των ηλεκτρομηχανικών
    αιτιατική τους ηλεκτρομηχανικούς τις ηλεκτρομηχανικές τα ηλεκτρομηχανικά
     κλητική ηλεκτρομηχανικοί ηλεκτρομηχανικές ηλεκτρομηχανικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ηλεκτρομηχανικός < ηλεκτρο- + μηχανικός

Επίθετο

ηλεκτρομηχανικός, -ή, -ό

Ουσιαστικό

ηλεκτρομηχανικός αρσενικό ή θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.