ηθικοπλαστικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ηθικοπλαστικός η ηθικοπλαστική το ηθικοπλαστικό
      γενική του ηθικοπλαστικού της ηθικοπλαστικής του ηθικοπλαστικού
    αιτιατική τον ηθικοπλαστικό την ηθικοπλαστική το ηθικοπλαστικό
     κλητική ηθικοπλαστικέ ηθικοπλαστική ηθικοπλαστικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ηθικοπλαστικοί οι ηθικοπλαστικές τα ηθικοπλαστικά
      γενική των ηθικοπλαστικών των ηθικοπλαστικών των ηθικοπλαστικών
    αιτιατική τους ηθικοπλαστικούς τις ηθικοπλαστικές τα ηθικοπλαστικά
     κλητική ηθικοπλαστικοί ηθικοπλαστικές ηθικοπλαστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ηθικοπλαστικός < ηθική + -ο- + πλαστικός (< πλάθω)

Προφορά

ΔΦΑ : /i.θi.ko.pla.stiˈkos/ αρσενικό
ΔΦΑ : /i.θi.ko.pla.stiˈci/ θηλυκό
ΔΦΑ : /i.θi.ko.pla.stiˈko/ ουδέτερο

Επίθετο

ηθικοπλαστικός, -ή, -ό

δεν της επέτρεπαν να διαβάζει τίποτ' άλλο από ανιαρά ηθικοπλαστικά διηγήματα

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.