ηθικοδιδακτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ηθικοδιδακτικός η ηθικοδιδακτική το ηθικοδιδακτικό
      γενική του ηθικοδιδακτικού της ηθικοδιδακτικής του ηθικοδιδακτικού
    αιτιατική τον ηθικοδιδακτικό την ηθικοδιδακτική το ηθικοδιδακτικό
     κλητική ηθικοδιδακτικέ ηθικοδιδακτική ηθικοδιδακτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ηθικοδιδακτικοί οι ηθικοδιδακτικές τα ηθικοδιδακτικά
      γενική των ηθικοδιδακτικών των ηθικοδιδακτικών των ηθικοδιδακτικών
    αιτιατική τους ηθικοδιδακτικούς τις ηθικοδιδακτικές τα ηθικοδιδακτικά
     κλητική ηθικοδιδακτικοί ηθικοδιδακτικές ηθικοδιδακτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ηθικοδιδακτικός < ηθική + -ο- + διδακτικός (< διδάσκω)

Προφορά

ΔΦΑ : /i.θi.ko.ði.ða.ktiˈkos/

Επίθετο

ηθικοδιδακτικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.