ηδονοθήρας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ηδονοθήρας οι ηδονοθήρες
      γενική του ηδονοθήρα των ηδονοθήρων
    αιτιατική τον ηδονοθήρα τους ηδονοθήρες
     κλητική ηδονοθήρα ηδονοθήρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ηδονοθήρας < ηδονή + -ο- + -θήρας

Ουσιαστικό

ηδονοθήρας αρσενικό ή θηλυκό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.