ηδονολάτρης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ηδονολάτρης οι ηδονολάτρες
      γενική του ηδονολάτρη των ηδονολατρών
    αιτιατική τον ηδονολάτρη τους ηδονολάτρες
     κλητική ηδονολάτρη ηδονολάτρες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ηδονολάτρης < ηδον(ή) + -ο- + -λάτρης

Ουσιαστικό

ηδονολάτρης αρσενικό, ηδονολάτρισσα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.